Από τον πολιτισμό – φυλακή στον πολιτισμό – παρωδία
Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*
Ήδη από το 1985 ο Νιλ Πόστμαν (Neil Postman), καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, στο βιβλίο που είχε γράψει το 1985 με τίτλο «Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος» (Amusing Ourselves to Death: Public Discourse in the Age of Show Business) και, ειδικότερα, στο 11ο κεφάλαιο αυτού («Η προειδοποίηση του Χάξλεϊ»), σημείωνε ότι υπάρχουν δύο τρόποι συρρίκνωσης ενός πολιτισμού: Ο πρώτος είναι ο οργουελικός, ο οποίος μετατρέπει τον πολιτισμό σε φυλακή. Ο δεύτερος είναι ο χαξλεϊκός, ο οποίος μετατρέπει τον πολιτισμό σε παρωδία.
Μπότα ή χαμόγελο στο πρόσωπο
Ενώ, όμως, ο οργουελικός μηχανισμός ελέγχου της σκέψης, που «χτίζει φυλακές εξίσου αδιαπέραστες», είτε υπηρετεί δεξιές είτε αριστερές ιδεολογίες, αντιπροσωπεύει την σκληρή μορφή της εξουσίας, σύμβολο της οποίας είναι η μπότα στο πρόσωπο του πολίτη, η «πνευματική ερήμωση» που οφείλεται στον χαξλεϊκού τύπου ελεγκτικό μηχανισμό «είναι πιθανότερο να προέρχεται από έναν εχθρό με χαμογελαστό πρόσωπο παρά από κάποιον του οποίου η έκφραση εμπνέει υποψία και μίσος». Γι’ αυτό, άλλωστε, «ο κόσμος του Όργουελ αναγνωρίζεται πολύ πιο εύκολα και μπορείς να του αντισταθείς ευκολότερα από αυτόν του Χάξλεϊ. Τα πάντα στο παρελθόν μας έχουν προετοιμάσει για να μάθουμε και να αντέξουμε τη φυλακή, όταν οι πόρτες αρχίζουν να κλείνουν γύρω μας».
Η τεχνολογία είναι ιδεολογία
Επίσης, όποιος βιαστεί να καταγράψει ως μία ακόμη διαφορά των δύο μηχανισμών την έλλειψη ιδεολογίας για τον χαξλεϊκό μηχανισμό, θα έχει κάνει ένα ασυγχώρητο λάθος. Διότι η τεχνολογία, η οποία λειτουργεί ως νωτιαίος μυελός αυτού του μηχανισμού, είναι ιδεολογία.
Εκκινώντας από το παράδειγμα του αυτοκινήτου που έφερε τα πάνω-κάτω στην καθημερινότητα του ανθρώπου και κατ’ επέκτασιν προκάλεσε μείζονες πολιτισμικές αλλαγές, ο Πόστμαν χαρακτηρίζει «καθαρή ανοησία» να νομίσει κανείς ότι η τεχνολογία δεν είναι εξοπλισμένη με ένα πρόγραμμα κοινωνικών αλλαγών ή ότι η τεχνολογία είναι ουδέτερη ή παντοτινός σύμμαχος του πολιτισμού.
Δεδομένου δε ότι οι τεχνολογικές αλλαγές που αφορούν την επικοινωνία έχουν πολύ μεγαλύτερη δυναμική διείσδυσης απ’ ό,τι εκείνες που αφορούν την μετακίνηση, η ιδεολογία της τεχνολογίας μπορεί να εδραιωθεί με μεγαλύτερη ένταση και ταχύτητα. Μάλιστα, η ιδεολογία αυτή δεν χρειάζεται καν τις λέξεις, αλλά αρκείται στις εικόνες. Επομένως, «για να εδραιωθεί», αρκεί ένας «πληθυσμός που με κατάνυξη πιστεύει στη νομοτέλεια της προόδου». Υπό αυτό το πρίσμα, οι οπαδοί της τεχνολογικής ιδεολογίας συμπεριφέρονται ως «μαρξιστές», αφού άπαντες πιστεύουν ότι η μεν ιστορία «μάς οδηγεί προς κάποιον προκαθορισμένο παράδεισο», η δε τεχνολογία ότι είναι «η δύναμη πίσω από αυτήν την κίνηση».
Ο Πόστμαν ακτινογραφεί με μοναδική ευκρίνεια τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του χαξλεϊκού ολοκληρωτισμού, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και η βρεφοποίηση:
«ο Μεγάλος Αδελφός δεν μας βλέπει, με δική του επιλογή. Εμείς τον βλέπουμε, με δική μας. Δεν χρειάζονται δεσμοφύλακες ή πύλες με υπουργεία Αλήθειας. Όταν ένας πληθυσμός ψυχαγωγείται με ασημαντότητες, όταν η πολιτιστική ζωή επαναπροσδιορίζεται ως συνεχής κύκλος ψυχαγωγίας, όταν μια σοβαρή δημόσια συζήτηση γίνεται ένα είδος νηπιακού λόγου, όταν με άλλα λόγια ένας λαός γίνεται ακροατήριο και οι δημόσιες πράξεις θέαμα επιθεώρησης, τότε ένα έθνος κινδυνεύει. Ο θάνατος του πολιτισμού είναι ένα βέβαιο ενδεχόμενο».
Η τηλεόραση
Είναι εντυπωσιακό ότι ο Πόστμαν, ήδη από το 1985, παρατηρούσε ότι «η Αμερική είχε εμπλακεί στο πιο φιλόδοξο πείραμα του κόσμου, να προσαρμοστεί δηλαδή στην τεχνολογική διασκέδαση που καθιστά δυνατή η ηλεκτρική πρίζα. Πρόκειται για ένα πείραμα που ξεκίνησε σιγά και διστακτικά στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και […] στο δεύτερο μισό του εικοστού, έχει φτάσει σε μια αρρωστημένη ωριμότητα μέσω του καταστρεπτικού ειδυλλίου της Αμερικής με την τηλεόραση. Στην Αμερική, όσο πουθενά αλλού στον κόσμο, οι άνθρωποι προχώρησαν τόσο ώστε να φέρουν το τέλος της εποχής του αργοκίνητου έντυπου κόσμου και να κάνουν την τηλεόραση απόλυτο κυρίαρχο όλων των θεσμών τους. Αναγγέλλοντας την Εποχή της Τηλεόρασης, η Αμερική έδωσε στον κόσμο την πιο σαφή εικόνα του χαξλεϊκού μέλλοντος».
Κίνδυνοι
Μολονότι πολλοί είναι εκείνοι που, ακολουθώντας ένα πνεύμα νεολουδιτισμού, έχουν προτείνει το κλείσιμο ή το σπάσιμο της τηλεόρασης, ο Πόστμαν αντιτείνει ότι οι Αμερικανοί (προδήλως δε και άλλοι λαοί, όπως ο ελληνικός, που σήμερα διέρχεται μάλλον την χειρότερη φάση στην ιστορία του) «δεν πρόκειται να κλείσουν και να πετάξουν καμία από τις τεχνολογικές τους συσκευές και το να προτείνει κανείς να το κάνουν είναι σαν να μην το προτείνει καθόλου». Σημαντικότερο για τον Πόστμαν είναι να βλέπει ο κόσμος τηλεόραση, ώστε να αποφασίσει γιατί πρέπει να σταματήσει να την βλέπει, άρα είναι αναγκαίο να δώσει απαντήσεις σε κάποια κρίσιμα ερωτήματα («θέτω ερωτήματα σημαίνει λύνω τα μάγια»), οι οποίες αφορούν την φύση και τις επιπτώσεις της πληροφορίας που διοχετεύεται μέσω της τηλεόρασης. Εν είδει αποφθέγματος: «Κανένα μέσο δεν είναι υπερβολικώς επικίνδυνο, αν οι χρήστες του κατανοήσουν ποιους κινδύνους εμπεριέχει».
Πιστεύοντας ακράδαντα ότι «μόνο μέσω της βαθιάς και αδιάλειπτης γνώσης και ενημέρωσης για τη δομή και τις επιπτώσεις της πληροφορίας, μέσω της απομυθοποίησης των μέσων, υπάρχει ελπίδα να ανακτήσουμε κάποιον έλεγχο πάνω στην τηλεόραση ή τους υπολογιστές ή οποιοδήποτε άλλο μέσο», ο Πόστμαν καταγράφει δύο εναλλακτικές δυνατότητες καταπολέμησης του τεχνολογικού-τηλεοπτικού εχθρού της κοινωνίας, την πρώτη εκ των οποίων χαρακτηρίζει «ανόητη» και την δεύτερη «απέλπιδα».
Η δήθεν «ανόητη» εναλλακτική δυνατότητα είναι «η δημιουργία τηλεοπτικών προγραμμάτων που θα έχουν στόχο, όχι να κάνουν τους ανθρώπους να σταματήσουν να βλέπουν τηλεόραση, αλλά να δείξουν πώς θα έπρεπε να βλέπουν τηλεόραση, να δείξουν πώς η τηλεόραση δημιουργεί εκ νέου και συγχρόνως υποβαθμίζει την αντίληψή μας για τις ειδήσεις, την πολιτική επιχειρηματολογία, τη θρησκευτική σκέψη κ.λπ.». Κοντολογίς, «θα πρέπει να προωθηθεί σε εθνικό επίπεδο η χλεύη του ελέγχου του δημόσιου λόγου από την τηλεόραση».
Η λύση αυτή κάθε άλλο παρά ανόητη είναι, αφού η διακωμώδηση του εχθρού είναι πάγια τακτική των προπαγανδιστών. Συνεπώς, εφόσον η τηλεόραση είναι το κατ’ εξοχήν εργαλείο της προπαγάνδας, ο αμυνόμενος στο δηλητήριό της είναι πολύ λογικό να σκεφθεί να πολεμήσει με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν οι προπαγανδιστές. Έτσι, η διακωμώδηση μετατρέπεται σε συμμετρικό όπλο στα χέρια του αντιπροπαγανδιστή!
Η δεύτερη λύση στηρίζεται στην αξιοποίηση της σχολικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, καίτοι η σκέψη αυτή είναι θεωρητικώς σωστή, στην πράξη είναι αναποτελεσματική, δεδομένου ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι ελλειμματική («οι δάσκαλοι δεν γνωρίζουν τις επιπτώσεις που έχει η τηλεόραση στους μαθητές τους»!) και «ζητώντας από τα σχολεία να δεσμευτούν στην διαδικασία απομυθοποίησης των μέσων είναι σαν να τους ζητάμε κάτι που δεν έχουν κάνει ποτέ».
Ερωτήματα
Τέλος, ο Πόστμαν σημειώνει ότι, ενώ οι οργουελικές δικτατορίες είναι ευάλωτες «στις φωνές των Ζαχάρωφ, των Τίμερμαν και των Βαλέσα» που καλούν να πάρουμε τα όπλα «στηριζόμενοι στο πνεύμα του Μίλτον, του Μπέηκον, του Βολταίρου, του Γκαίτε [και] του Τζέφερσον», ο Πόστμαν θέτει επί τάπητος τρία κεφαλαιώδους σημασίας και, ταυτοχρόνως, καταθλιπτικά ερωτήματα για τις χαξλεϊκές δικτατορίες:
«Ποιος θα είναι διατεθειμένος να πάρει τα όπλα ενάντια στον ωκεανό των διασκεδάσεων; Σε ποιον να παραπονεθούμε, πότε και με τι ύφος, όταν ο σοβαρός λόγος διαλύεται σε χάχανα; Ποιο είναι το αντίδοτο σε έναν πολιτισμό τον οποίο απομυζούν τα γέλια;».
Τα τρία αυτά ερωτήματα είναι καταθλιπτικά, διότι περίπου 40 χρόνια μετά την διατύπωσή τους, σκιαγραφούν με μελανά χρώματα το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ένας ολόκληρος πλανήτης από την βρεφοποιητική και εγκεφαλοεκφυλιστική χρήση όχι μόνο της τηλεόρασης, αλλά εν γένει της οθόνης. H σύγχρονη μάστιγα της οθονοπληξίας δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αποτελεί σημάδι της επερχόμενης κατάρρευσης του πολιτισμού μας. Το 2024 θα μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά της, εκτός κι αν συμβεί κάποιο συνταρακτικό –μοναδικό ίσως στην ιστορία της ανθρωπότητας– γεγονός που θα αποτρέψει, έστω προσωρινά, την διαφαινόμενη καταστροφή.
*πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.