Του Δημήτριου Νικ. Δασκαλάκη*
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη και τα φίλα προσκείμενα σε αυτή ΜΜΕ αξιολογούν με θετικό πρόσημο την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου και της πολυμελούς συνοδείας του στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι ανοίγει μια νέα ελπιδοφόρα σελίδα στην πολυκύμαντη πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Κυβερνητικές πηγές εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών «Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» Ελλάδας – Τουρκίας, θεωρώντας ότι δεσμεύει τα δύο κράτη σε ένα πλαίσιο ειρηνικής συνύπαρξης και αμοιβαίας αποφυγής συγκρουσιακών καταστάσεων και δυνητικής κλιμάκωσης.
Επικοινωνιακό σόου
Όμως, πριν περίπου από έναν χρόνον παρακολουθούσαμε έναν καταιγισμό εμπρηστικών δηλώσεων από τους κυριότερους εκπροσώπους του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου της γείτονος χώρας που απειλούσαν ότι θα έρθουν ένα βράδυ να μας ξυπνήσουν με τις σειρήνες του πολέμου, ενώ σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας οβιδιακής μεταμόρφωσης της τουρκικής πολιτικής, αφού ο Τούρκος πρόεδρος έφτασε στο σημείο να δηλώνει ότι «είναι φυσικό να υπάρχουν προβλήματα ανάμεσα σε δύο χώρες, πόσο μάλλον ανάμεσα σε αδέλφια»!
Όσοι πολίτες έσπευσαν να ασπαστούν την κυβερνητική αισιοδοξία για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο πολύ γρήγορα θα διαψευστούν, συνειδητοποιώντας ότι η επίσκεψη του κ. Ερντογάν και η συμμετοχή του στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) των δύο χωρών αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα επικοινωνιακό σόου παραπλάνησης του ελληνικού λαού αναφορικά με τις επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας, καθόσον, σύμφωνα με ρητή πρόνοια του ιδίου του κειμένου της Διακήρυξης των Αθηνών, δεν συνιστά -κατά το Διεθνές Δίκαιο-διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα κράτη, και επομένως δεν παράγονται νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τις χώρες που την υπέγραψαν.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, έγινε μια τρύπα στο νερό, καθώς η ελληνική διπλωματία δεν απέσπασε μια νομικά έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία που θα υποχρεώνει την Άγκυρα στην τήρηση της διεθνούς νομιμότητας, και απλώς επαφίεται στη διακήρυξη των καλών προθέσεων της Τουρκίας.
Ο τυχοδιωκτισμός στην άσκηση πολιτικής από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη αποτελεί «σταθερή αξία» και εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε τομέα κυβερνητικής ευθύνης, από την προστασία της δημόσιας υγείας, την ασφάλεια των μεταφορών, την οικονομία, τη δικαιοσύνη, την ψηφιακή διακυβέρνηση μέχρι την εξωτερική πολιτική και την άμυνα, γεγονός που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους όχι μόνο για τη συνοχή του κοινωνικού ιστού, αλλά επηρεάζει αρνητικά και τη διεθνή εικόνα της πατρίδας μας.
Υποτέλεια – ενδοτισμός
Διαχρονική ευθύνη κάθε ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί η χάραξη εθνικής εξωτερικής πολιτικής,που οφείλει να υπηρετεί με προσήλωση τα νόμιμα και διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα της χώρας της και να υπερασπίζεται με αποφασιστικότητα την εθνική ανεξαρτησία.
Ένα σοβαρό και υπεύθυνο κράτος για να γευτεί τους εύχυμους καρπούς της εξωτερικής του πολιτικής θα πρέπει προηγουμένως να υπακούσει σε δύο απαρέγκλιτους κανόνες:
Α. Να οριοθετήσει με σαφήνεια στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα της μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και επιδιώξεις του, και
Β. Να εκπονήσει μια εθνική στρατηγική, που θα οδηγήσει βαθμιαία στην υλοποίησή της.
Συνεπώς, προτού προβούμε στη διατύπωση μιας θετικής ή αρνητικής κρίσης εν σχέσει με την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα, οφείλουμε προηγουμένως -αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα σοβαρό επίπεδο στον δημόσιο διάλογο- να απαντήσουμε στο εξής καίριο ερώτημα: Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου και η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών υπηρετεί τον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, και, αν ναι, με ποιο τρόπο;
Αν η παρούσα ελληνική κυβέρνηση έχει αναγάγει σε επίσημο δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής την υποτέλεια, τον ενδοτισμό και την πάση θυσία εξεύρεση συμβιβαστικής φόρμουλας με σκοπό τη συνολική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών -επί προφανή ζημία των εθνικών ζωτικών συμφερόντων-, σε αυτή την περίπτωση έχει κάθε δικαίωμα να δηλώνει ευχαριστημένη, δεδομένου ότι ο αρχηγός του τουρκικού κράτους δεν εφείσθη χαμόγελων και εγκωμιαστικών σχολίων για τη νέα «ανθηρή» περίοδο της ελληνοτουρκικής φιλίας.
Απεναντίας οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι και βαθιά προβληματισμένοι για το νέο κεφάλαιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, καθώς διατηρούν άσβεστη στη μνήμη τους την εθνική ταπείνωση που προήλθε από την προδοτική και επονείδιστη Συμφωνία των Πρεσπών, διά της οποίας η ξενόδουλη και διεφθαρμένη ελληνική πολιτική τάξη -και όχι ο κυρίαρχος ελληνικός λαός- παρέδωσε το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας, τη «μακεδονική ιθαγένεια» και τη «μακεδονική γλώσσα» της στους πολίτες του κράτους των Σκοπίων,θέτοντας οριστικά ταφόπλακα στα προ αιώνων κεκτημένα του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
Κατά την παρούσα ιδιαίτερα ρευστή γεωπολιτική συγκυρία το αλάνθαστο αισθητήριο της εθνικής αξιοπρέπειας και αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού έχει σημάνει πατριωτικό συναγερμό, προειδοποιώντας ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια πολύ επικίνδυνη ατραπό, που θα οδηγήσει σε αμφισβήτηση ή ακόμη και σε εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, καθώς και σε επαναχάραξη, τουλάχιστον, των θαλάσσιων συνόρων στο Αιγαίο, για χάρη δήθεν της προώθησης της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Συνθήκης της Λωζάννης
Απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και στο casus belli της Άγκυρας, στην περίπτωση επέκτασης του εύρους των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ., το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει υιοθετήσει μια ενδοτική και ηττοπαθή στάση, που μοιραία ανατροφοδοτεί τον τουρκικό επεκτατισμό και απειλεί σήμερα να ανατρέψει το υφιστάμενο status quo στο Αιγαίο.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1977 ο Γεώργιος Μαύρος (1909-1995), επίτιμος πρόεδρος της ΕΔΗΚ (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου), σε μια προφητική αγόρευσή του στη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αναφορικά με τα κρίσιμα προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής, δήλωνε με έμφαση τα εξής συγκλονιστικά, που αξίζει να προσεχθούν ιδιαίτερα από την ηγεσία των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας:
«Αν η Τουρκία θέλει να λυθεί η διαφορά (σ.σ.: ως διαφορά εννοεί το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου που ρυθμιζόταν το 1977 από τη σύμβαση της Γενεύης του 1958, στην οποία καθοριζόταν σαφώς ότι τα νησιά έχουν τη δική τους υφαλοκρηπίδα] “φιλικά και συμβιβαστικά“, να πάρει δηλαδή εκείνη τα μισά και τα άλλα μισά εμείς, ας γνωρίζει πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχθεί τέτοιο πράγμα. Πρέπει να τηρήσουμε σταθερή στάση απέναντι στην Τουρκία. Κάθε υποχώρηση στο Αιγαίο θα αυξήσει τη βουλιμία των Τούρκων. Αρχηγός ξένου κράτους, τον οποίο αντιλαμβάνεσθε πως δεν μπορώ να ονομάσω, μου είπε: “Αν δώσετε στους Τούρκους ένα δάκτυλο, θα σας πάρουν το χέρι ολόκληρο“. Υποχώρηση στην Κύπρο ή υποχώρηση στο Αιγαίο, ενώ δεν λύνουν κανένα ζήτημα, οδηγούν αναπόφευκτα σε πόλεμο μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας. Θα με ρωτήσετε ίσως: “Τι θα γίνει εφόσον η Τουρκία δεν υποχωρεί;” Αν η απάντηση είναι ότι μια και δεν υποχωρεί η Τουρκία, πρέπει να υποχωρήσουμε εμείς, νομίζω πως κάτι τέτοιο κανείς σε αυτή την αίθουσα δεν μπορεί να το δεχθεί». (Από το βιβλίο «Εθνικοί Κίνδυνοι, Η Δημοκρατία σε κρίση, Εξωτερικές Απειλές» του Γεωργίου Μαύρου, Αθήνα 1978, Εκδόσεις Ατλαντίς, σελ. 75 και 96)
Ο ελληνικός λαός οφείλει να μην τρέφει αυταπάτες πιστεύοντας ότι η Τουρκία θα βγάλει ποτέ από πάνω της τη «χακί στολή εκστρατείας» φορώντας το κουστούμι του «εποικοδομητικού διαλόγου της καλής γειτονίας», αλλά να ενθυμείται ότι ο εξ ανατολών γείτονας παραμένει μια περιφερειακή χώρα δυνητικής αποσταθεροποίησης της διεθνούς τάξης, που υπηρετεί με θρησκευτική ευλάβεια την αναθεωρητική της ατζέντα, επιδιώκοντας σταθερά την ακύρωση ή την τροποποίηση των όρων της Συνθήκης της Λωζάννηςσύμφωνα με τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις.
*Δικηγόρος Αθηνών