Οι στρατιώτες που έγραψαν το Έπος του 1940 στέλνουν διαχρονικό μήνυμα πως όποιος έχει αδάμαστη θέληση, όραμα και πίστη μπορεί να νικήσει ισχυρότερους αντιπάλους
Του Δημήτρη Γαρούφα*
Όταν αναλογίζεται κάποιος την ιστορία του Ελληνισμού συνειρμικά του έρχονται στον νου, πέρα από τα επιτεύγματα στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών, πέρα από τους μεγάλους φιλοσόφους και ιστορικούς, κάποιοι άλλοι ιστορικοί σταθμοί. Σκέφτεται με δέος τις πράξεις αυτοθυσίας των Ελλήνων όταν αναλογίζεται τις Θερμοπύλες, τους τελευταίους μαχητές της Πόλης, τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, τη θυσία των γυναικών της Νάουσας, τους ήρωες του μακεδονικού αγώνα. Το ίδιος δέος αισθάνεται κάποιος όταν ύστερα από 83 χρόνια αναλογίζεται το Έπος του 1940 που έγραψαν οι Έλληνες μαχητές στα χιονισμένα βουνά της Κορυτσάς και της Β. Ηπείρου όπου κατατρόπωσαν τον ιταλικό στρατό.
Η αξία του Έπους του 1940 δεν έγκειται στο γεγονός ότι νίκησαν οι Έλληνες αλλά στο γεγονός ότι ο Ελληνισμός τόλμησε και σαν ένας άνθρωπος, από τον πρωθυπουργό Ι. Μεταξά μέχρι τον τελευταίο Έλληνα, είπε ένα βροντερό ΟΧΙ χωρίς να λογαριάσει συσχετισμό δυνάμεων ούτε πιθανότητες νίκης η ήττας.
Αναλογιζόμαστε πολλές φορές πώς να ήταν οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών στην αρχαιότητα και αισθανόμαστε δέος. Τους στρατιώτες που έγραψαν το Έπος το 1940 τους γνωρίσαμε. Ήταν οι πατεράδες και οι παππούδες μας, τους γνωρίσαμε σεμνούς και ταπεινούς στην καθημερινότητα, ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Το ερώτημα που μπαίνει είναι πώς αυτοί οι άνθρωποι, που εμείς τους γνωρίσαμε σαν κοινούς ανθρώπους με όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα, πώς μεγαλούργησαν το 1940, ποια φλόγα τούς μεταμόρφωσε και τους ανέδειξε στο ύψος των αρχαίων προγόνων.
Αυτοί οι σεμνοί και ταπεινοί πατεράδες και παππούδες μας απέδειξαν ότι η ελληνική ψυχή είναι η ίδια. Αυτή η ψυχή είναι έτοιμη να πει το «παρών» στο σάλπισμα των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας, πάντα όρθια και πάντα αγονάτιστη, έτοιμη να αγωνιστεί με βαθύτερη συνείδηση της Ιστορίας, αρκεί στη δεδομένη στιγμή να υπάρξει πραγματική ηγεσία με συνείδηση της ιστορικής αποστολής της. Αυτές οι ηγεσίες (δυστυχώς αποτελούν την εξαίρεση) που τολμούν μένουν στην Ιστορία για πράξεις κι όχι για λόγια. Τέτοια ηγεσία είχε ο Ελληνισμός το 1912 και με πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο διπλασιάστηκε η Ελλάδα γιατί ο Βενιζέλος ζητούσε από τον στρατό όχι απλά να θυσιαστεί για την Ελλάδα, αλλά να νικήσει γιατί τότε υπήρχε η μοναδική ιστορική ευκαιρία να γίνει πράξη το όνειρο. Τέτοια ηγεσία υπήρχε και το 1940 με τον Ι. Μεταξά, που μπορεί να ήταν δικτάτορας αλλά με το ιστορικό ΟΧΙ ένωσε το έθνος που νίκησε, αποδεικνύοντας ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο.
Οι στρατιώτες που έγραψαν το Έπος του 1940 στέλνουν διαχρονικό μήνυμα σε μας τους επιγόνους. Αυτό που θέλουν να μας πουν είναι ότι στην ιστορία των εθνών και των λαών ένα κι ένα δεν κάνει πάντα δύο, αλλά μερικές φορές μπορεί να κάνει και τρία. Δηλαδή πως όποιος έχει αδάμαστη θέληση, όραμα και πίστη μπορεί να νικήσει ισχυρότερους αντιπάλους.
Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι η πίστη στις αρχές και τις αξίες μας είναι ανάγκη ζωής.
Το τρίτο μήνυμα είναι η αναγκαιότητα εθνικής ομοψυχίας. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 δίπλα στον δικτάτορα Ι. Μεταξά συμπαρατάχθηκε όλη η Ελλάδα (με δήλωσή του και ο φυλακισμένος ηγέτης του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης) και το ΟΧΙ που είπε ο Ι. Μεταξάς ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 απηχούσε το συναίσθημα όλων των Ελλήνων γι’ αυτό και μεγαλούργησε η Ελλάδα.
Οι στρατιώτες που έγραψαν το Έπος του 1940 υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν αξίες και ιδανικά για τα οποία δεν πρέπει να συμβιβαζόμαστε. Υπενθυμίζουν ότι οφείλουμε να αγωνιζόμαστε πάντα για την πατρίδα, την ελευθερία, την ανεξαρτησία, τη δικαιοσύνη και ότι ακόμα κανένα κομμάτι του Ελληνισμού δεν «κείται μακράν».
*Δικηγόρος – πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης