Του Γιώργου Κ. Στράτου*
Κάτι πολύ βαρύ κρύβεται πίσω από την κουρτίνα των σχέσεών μας με την Τουρκία. Δεν είναι μόνο οι παραληρηματικές, προκλητικές δηλώσεις στις οποίες προβαίνουν διαρκώς αξιωματούχοι των γειτόνων και οι συνήθεις παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας, ούτε οι επιεικώς αδιευκρίνιστες αναφορές δικών μας ομολόγων τους εν όψει των προσπαθειών για επανέναρξη του μεταξύ μας διαλόγου που μας προϊδεάζουν για κάτι τέτοιο. Είναι κάτι πολύ πιο ανησυχητικό.
Φαίνεται πως μεταξύ εκείνων που φοβικά, ανιστόρητα και αυτοκτονικά επιζητούν τον με κάθε κόστος και υποχώρηση συμβιβασμό με την Άγκυρα ωριμάζει η ιδέα πως κοντοζυγώνει ο καιρός που ο οικονομικά καθημαγμένος, πατριωτικά ακαθοδήγητος, κοινωνικά απελπισμένος και ειδησεογραφικά λοβοτομημένος λαός μας θα μπορέσει να αποδεχτεί ό,τι του σερβίρουν στο όνομα της «ειρήνης» τάχα.
Πριν σφίξουν λοιπόν τα γάλατα καλό είναι να θυμηθούμε βασικές αρχές από την Ιστορία, τη Γεωπολιτική, τη Στρατηγική και τις Διεθνείς Σχέσεις. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά να για μην πάμε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι και εμείς και η εθνική μας επιβίωση. Προφανώς αυτές δεν απηχούν τις απόψεις «πολεμοχαρών πατριδοκάπηλων» και «μιλιταριστών» που δεν αντιλαμβάνονται την αξία της ειρηνικής διαπραγμάτευσης και της συνύπαρξης μεταξύ των λαών. Κάθε άλλο. Αποτελούν απόσταγμα όσων εντέλλονται να κάνουν όσοι θέλουν να ζουν ελεύθεροι, με αξιοπρέπεια σε δημοκρατικά καθεστώτα. Που ‘σαι Ρήγα Φεραίε, να μας δεις…
Έτσι, λοιπόν, επειδή ο Θουκυδίδης μας επισημαίνει ότι «ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του», έρχεται ο Ιούλιος Καίσαρας για να μας πει «Si vis pacem para bellum» (αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο), ενώ ο Σουν Τζου μάς θυμίζει ότι ελλοχεύει πάντα η περίπτωση ο εχθρός να διαθέτει τη «μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο, που είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη».
Ας θυμηθούμε τώρα τα δύο αξιώματα της Εθνικής μας θέσεως. Το πρώτο, μία και μόνη διαφορά υφίσταται προς επίλυση με την Τουρκία: Η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Το δεύτερο, τα ανατολικά σύνορα του Ελληνισμού εκτείνονται από τον Έβρο και τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τη μαρτυρική Κύπρο μας. Η μοίρα κάθε σπιθαμής αυτού του ζωτικού χώρου είναι ενιαία και αδιάσπαστη ως όλον και τυχόν ρήγμα στην άμυνά μας, σε οποιοδήποτε σημείο του, θα συμπαρασύρει μετά βεβαιότητας και τα υπόλοιπα.
Τούτων δοθέντων, ας επιχειρήσουμε έναν συνδυασμό. Καμία συζήτηση δεν μπορεί να γίνει με την Τουρκία, αν δεν αποχωρήσει και ο τελευταίος στρατιώτης των κατοχικών δυνάμεών της και δεν αποκατασταθεί η ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ορίζουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Όσο αυτό δεν γίνεται αποδεκτό θα πρέπει να εξετάζεται η σκοπιμότητα λειτουργίας του προξενείου της Κομοτηνής και φυσικά ο λόγος να εξακολουθήσουν οι τουριστικές και λοιπές επαφές κάθε μορφής με τη γείτονα. Σε δύο βάρκες δεν γίνεται να πατάμε συνέχεια…
Η φράση «Ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν» είναι από την τραγωδία «Ελένη» του Ευριπίδη. Τη λέει ο τρωικός ήρωας Τεύκρος ο Τελαμώνιος από τη Σαλαμίνα: «Στην Κύπρο την θαλασσοφίλητη, όπου μου όρισε να κατοικήσω ο Απόλλων, χτίζοντας πόλη την Σαλαμίνα, με τ’ όνομα του πατρικού νησιού μου». Κάτι συνδέσεις που κάνει η Ιστορία αλλά και το θέλημα του Θεού, ε;
*Δικηγόρος – Δημοσιογράφος
Μα και εκτός τού Κυπριακού, πώς είναι δυνατόν να συζητά κανείς με κάποιον, που εδώ και κοντά 30 χρόνια, τού έχει θέσει casus belli, εμποδίζοντάς τον να ασκήσει τα υπό τού Διεθνούς Δικαίου τής Θαλάσσης απορρέοντα δικαιώματά του; Η Ελλάς αυτοεξευτελίζεται με τον τρόπο αυτόν και μετά διερωτώμεθα γιατί δεν μάς πέρνουν στα σοβαρά.