Η εκκλησία της Παναγίας του Άρακος της Κύπρου

Το μοναδικής ομορφιάς και παγκόσμιου ενδιαφέροντος μνημείο του 12ου αιώνα ευτυχώς προστατεύεται από την UNESCO

Της Αθηνάς Σχινά*

Οι μέρες που διανύουμε το καλούν να φέρουμε στη σκέψη μας -μεσούντος του θεομητορικού Αυγούστου- ένα από τα λαμπρότερα βυζαντινά μνημεία, που βρίσκεται στην κεντρική περιοχή της οροσειράς του Τρόοδος, στην Κύπρο. Πρόκειται για την Παναγία του Άρακα ή Άρακος, ένα μοναδικής ομορφιάς και παγκόσμιου ενδιαφέροντος μνημείο του 12ου αιώνα, που ευτυχώς προστατεύεται από την UNESCO, καθώς ανήκει στη διεθνή πολιτισμική κληρονομιά. Μολονότι η εκκλησία είναι αφιερωμένη στο Γενέθλιον της Θεοτόκου (8/9), ο εξαιρετικά φροντισμένος τόμος, που πρόσφατα εκδόθηκε από το Ίδρυμα Α. Λεβέντη, με υποδειγματική επιστημονική τεκμηρίωση και με αντιπροσωπευτικό φωτογραφικό υλικό, είναι ένα καλαίσθητο και πολυσέλιδο επίτευγμα, το οποίο δεν μας δίνει απλώς την αφορμή, αλλά μας επιβάλλει την παρουσίασή του στο ευρύτερο κοινό, προκειμένου να γίνει κτήμα των περισσότερων φιλότεχνων, αλλά και όσων αναζητούν να μελετήσουν, με υπευθυνότητα και πληρότητα, τους μεγάλους σταθμούς της ιστορίας της τέχνης.

Η προέλευση του επωνύμου «του Άρακος», που αφορά τη συγκεκριμένη εκκλησία, είναι αμφίβολη. Κατά μία λιγότερο πειστική εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από το φυτό αρακάς, ενώ, σύμφωνα με μια παράδοση που διέσωσε ο γνωστός από τις επιστημονικές αναφορές, Ρώσος μοναχός και περιηγητής Βασίλι Μπάρσκι, η προσωνυμία της αλλοτινής αυτής μονής προέρχεται πιθανότατα από τη λέξη «ιέρακας», δηλαδή γεράκι. Πρόκειται για το καθολικό ενός μοναστηριού, που οικοδομήθηκε, όπως ήδη ανέφερα, κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, σε μια περίοδο όπου ο μοναστικός βίος ανθούσε στην Κύπρο. Ήδη από τον 10ο αιώνα, έπειτα από περιπέτειες, είχε το νησί αυτό επανενταχθεί στο βυζαντινό κράτος, συγκεκριμένα το 965, από τον Νικηφόρο Φωκά. Η ιδιαίτερη στρατηγική σημασία που η Κύπρος είχε αποκτήσει τότε στην περιοχή, μετά την απώλεια της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους (με τη μάχη του Ματζικέρτ, 1071), σε συνδυασμό με την έναρξη των Σταυροφοριών, οδήγησε τους Βυζαντινούς στην απαραίτητη οχύρωση του νησιού και στην εκεί αποστολή ανώτερων αξιωματούχων, όπως και αρκετών μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, προκειμένου να ασκήσουν διοίκηση. Με την αρωγή του αυτοκράτορα και των διοικητών του, χτίστηκαν πολλά νέα μοναστήρια και εκκλησίες -κατά την πρώτη εκείνη καλλιτεχνική και πνευματική βυζαντινή αναγέννηση-, όπως ήταν η Μονή της Παναγίας του Κύκκου, η Παναγία της Ασίνου, η Παναγία του Άρακος, η Μονή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, η Παναγία στο Τρίκωμο, οι Άγιοι Απόστολοι στο Πέρα Χωριό κ.ά. 

Η Παναγία του Άρακος βρίσκεται στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Πιτσιλιάς, μεταξύ των χωριών Λαγουδερά και Σαράντι. Στα 1735, όταν επισκέφθηκε την περιοχή ο Βασίλι Μπάρσκι, η μονή βρισκόταν σε παρακμή, γιατί δηλώνει πως εκεί διαβιούσαν μόλις τρεις μοναχοί. Σύμφωνα ωστόσο με άλλες γραπτές πηγές, το μοναστήρι εξακολουθούσε να λειτουργεί μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Παρά ταύτα, δεν είναι σαφές ότι η εκκλησία είχε ιδρυθεί ως μοναστήρι. Ενδέχεται αρχικά να ήταν ένα ιδιωτικό παρεκκλήσιο, του οποίου ο αρχιτεκτονικός τύπος ανήκε στον μονόκλιτο με τρούλο ναό, και η στέγη του διαμορφώθηκε σε σχήμα σταυρού. Αργότερα και περί τα μέσα πιθανόν του 14ου αιώνα, η εκκλησία καλύφθηκε με ξύλινη αμφικλινή στέγη, στρωμένη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια.

Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος. Σύμφωνα με επιγραφή που βρίσκεται πάνω από τη βόρεια είσοδό του, η εκκλησία διακοσμήθηκε με δαπάνες του Λέοντος Αυθέντη, τον Δεκέμβριο του 1192. Πρόκειται για ένα εικαστικό σύνολο εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφιών της υστεροκομνήνειας περιόδου. Αυτό το σύνολο αποτελεί μια ολοκληρωμένη σειρά βυζαντινού «νεοκλασικού» ρυθμού, ο οποίος αποδίδει εκφραστικά, όσο και αντιπροσωπευτικά, τις τάσεις που διέπουν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης κατ’ εκείνη την περίοδο. Πρόκειται για την κομψότητα και την εκλεπτυσμένη ραδινότητα που διακρίνει κανείς στις απεικονιζόμενες μορφές, με τις «ελληνιστικές» επιδράσεις. Οι μανιεριστικά λυγερές κορμοστασιές των μορφών αναδεικνύονται με την πλούσια και καλλιγραφικά αναπτυγμένη στον χώρο διάταξη των ενδυμάτων, που υποβάλλεται μέσα από την ελευθερία στην κίνηση, καθώς αυτή η εξευγενισμένη άνεση μαζί με την εκφραστική ευσπλαχνία των φυσιογνωμιών, αλλά και η ισορροπία στη συνθετική δόμηση του σχεδίου (που την αποτυπώνει ο ζωγράφος με χάρη), αφήνουν να αποκαλύπτεται η ομορφιά, συνδυασμένη με την πνευματικότητα. Αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη δεν έχουν σωθεί παρά ελάχιστα δείγματα από αυτή την περίοδο, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε πόσο σημαντικό μνημείο είναι η Παναγία του Άρακος για τη μεσοβυζαντινή ιστορία της τέχνης.

Με χορηγό, στην Παναγία του Άρακος, τον Λέοντα Αυθέντη, ο ζωγράφος που ξεχωρίζει και ο οποίος απέδωσε πολλά μέρη αυτού του αγιογραφικού και τόσο χαρακτηριστικού για την εποχή (του όψιμου 12ου αιώνα) τοιχογραφικού συνόλου είναι ο Θεόδωρος Αψευδής. Ενδέχεται να έχει έρθει προσκεκλημένος στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη. Έργα του συναντούμε λίγο ενωρίτερα χρονικά (κατά το έτος 1183) στην Εγκλείστρα (εκκλησία και κελί) του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο. Πρόκειται για εξαιρετικό ζωγράφο, που στα έργα του τονίζει τις απαραίτητες λεπτομέρειες, αξιοποιώντας κατάλληλα τις εντάσεις των σκιοφωτισμών, τους λαδοπράσινους προπλασμούς και την εσωτερική φωταύγεια των μορφών (τοποθετώντας κόκκινο χρώμα στα ζυγωματικά τους) προκειμένου υποβλητικά να εκφράσει τη χαρμολύπη τους.

Στον ευμεγέθη τόμο που κυκλοφορεί, ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής, αξιόλογος βυζαντινός αρχαιολόγος και διευθυντής του Ιδρύματος Α. Λεβέντη, πληροφορεί σχετικά με την ιστορία της μονής, διακρίνοντας τρεις ζωγράφους που εργάστηκαν εκεί. Αναφέρει τον πρώτο ζωγράφο «του Αυθέντη», τον δεύτερο ζωγράφο «του Λέοντος» και τρίτο τον πολυσυζητημένο ζωγράφο Θεόδωρο Αψευδή, αποδεικνύοντας το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο που είχε η Κύπρος, όταν το 1191-2 την κατέλαβε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και την πούλησε στους Ναΐτες Ιππότες και κατόπιν στους Γάλλους Λουζινιάν. Στο βιβλίο αυτό, που εκδόθηκε με παρότρυνση του πανιερότατου μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, έχουν ευδοκίμως συνεργαστεί ο Αθαν. Παπαγεωργίου, τ. διευθυντής Αρχαιοτήτων, ο αείμνηστος καθηγητής Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής στο Princeton Σλόμπονταν Τσούρτσιτς, η καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ Χαρά Κωνσταντινίδου (της οποίας η διδακτορική διατριβή έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών), ο καθηγητής Βυζαντινής Λογοτεχνίας Παναγ. Αγαπητός κ.ά.

Κλείνοντας, θα εστιάσω στη συμβολή της κυρίας Κωνσταντινίδου, η οποία αποκαθιστά το εικονογραφικό πρόγραμμα στην Παναγία του Άρακος, μεταγράφει όλες τις επιγραφές και τις ερμηνεύει. Επιπλέον επισημαίνει τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του υστεροκομνήνειου καλλιτεχνικού ρεύματος, όπως αναπτύχθηκαν στην Κύπρο, αναδεικνύοντας τους δύο ζωγράφους, «τον Αυθέντη» και «τον Λέοντα», πατέρα και υιό δηλαδή, αφού τονίσει τον χαρακτήρα και τη λογιοσύνη του Λέοντος, που ορθά τον θεωρεί έναν προάγγελο της Αναγέννησης!

*Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού (ΕΚΠΑ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Τελευταία άρθρα

Στα Μετέωρα της Χάρης Της

Αναρριχήσεις επικίνδυνες, «βήματα στα όρια του αδύνατου», ακροβασίες στο κενό και αναβάσεις μοναχών σε...

Πυρηνική απόβαση στη Σελήνη

Το γλαφυρά περιγραφόμενο ταξίδι του Ιουλίου Βερν «Από τη Γη στη Σελήνη» έχει πάψει εδώ και πολλές δεκαετίες...

Οι αθάνατοι ημίθεοι της ΕΟΚΑ

Σαν σήμερα το 1956 απαγχονίστηκαν στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας από τις αγγλικές αρχές κατοχής οι...

Η Θράκη και οι τουρκικές βλέψεις   

Στην Ελλάδα, σε όλα τα θέματα λειτουργούμε με τη λογική του εκκρεμούς, δηλαδή από το έντονο ενδιαφέρον για...