Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου*
Τις τελευταίες εβδομάδες η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί με αγανάκτηση τις διαδοχικές αποκαλύψεις γύρω από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις επιδοτήσεις, που «έπεφταν βροχή» σε λάθος «χωράφια». Το ζήτημα δεν πλήττει μόνο τον αγροτικό κόσμο. Προκαλεί ευρύτερη κοινωνική αναστάτωση και υπονομεύει ακόμη μία φορά τη θεσμική αξιοπιστία της χώρας.
Εκατομμύρια ευρώ φαίνεται, σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, να δόθηκαν παράνομα, ακόμη και σε πρόσωπα που δεν είχαν καμία σχέση με τη γεωργική ή την κτηνοτροφική δραστηριότητα.
Παρά την ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης, το αίτημα της κοινωνίας παραμένει σαφές: Απαντήσεις και απονομή δικαιοσύνης. Ποιοι εμπλέκονται; Ποιοι θα λογοδοτήσουν; Θα επιστραφούν τα χρήματα που καταβλήθηκαν παράνομα;
Το σκάνδαλο δεν είναι αφηρημένο. Έχει ονοματεπώνυμα, διαδρομές χρημάτων και πρόσωπα που είτε συμμετείχαν είτε σιώπησαν. Κάθε υπεύθυνος πρέπει να τιμωρηθεί και κάθε ευρώ που καταβλήθηκε αδικαιολόγητα πρέπει να ανακτηθεί, διότι τα ποσά αυτά δεν είναι απλά αριθμοί. Είναι πόροι που στερήθηκαν οι πραγματικοί παραγωγοί, οι άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά στην ύπαιθρο, στη γη, την κτηνοτροφία.
Πέρα όμως από τη ζημία στην οικονομία, το σκάνδαλο δημιουργεί μία επιπλέον βαθιά θεσμική «πληγή». Πλήττεται το ίδιο το κύρος του κράτους και η εικόνα της χώρας μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Και εδώ εγείρεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί το σκάνδαλο αυτό να επηρεάσει τις μελλοντικές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις προς την Ελλάδα; Η συζήτηση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς στις Βρυξέλλες εξελίσσονται διαπραγματεύσεις για την επόμενη προγραμματική περίοδο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με προτάσεις για «κουρεμένους» προϋπολογισμούς. Την ίδια ώρα, οι Έλληνες αγρότες βρίσκονται ήδη σε δύσκολη θέση και διαμαρτύρονται μαζικά.
Οι επιδοτήσεις της Ε.Ε. μέσω της ΚΑΠ αποτελούν βασικό στήριγμα για χιλιάδες παραγωγούς. Πολλοί έχουν επενδύσει βασιζόμενοι σε αυτά τα χρήματα. Έχουν προγραμματίσει καλλιέργειες, έχουν λάβει δάνεια, έχουν οργανώσει τη ζωή και τη δουλειά τους γύρω από αυτήν την ενίσχυση. Οποιαδήποτε καθυστέρηση, αλλαγή ή αναστολή θα έχει καταστροφικές συνέπειες, οδηγώντας ενδεχομένως αρκετούς εκτός παραγωγής.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που ο πρωτογενής τομέας δοκιμάζεται από το υψηλό κόστος ενέργειας, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την έλλειψη υποδομών και σχεδιασμού αλλά και από την αδυναμία χάραξης μιας συνεκτικής, εθνικής στρατηγικής.
* Πρόεδρος ΕΕΑ, επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ. και Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών