Της Μάγδας Αναγνωστή*
Το θέατρο στο σχολείο, παιγμένο από τα ίδια τα παιδιά, καθοδηγημένα από δασκάλους και καθηγητές με αφοσίωση και γνώσεις, υπήρξε θεσμός στην εκπαίδευση και μέσο δημιουργικής παιδαγωγικής επιρροής. Κάθε μεγάλη γιορτή, κάθε σημαντική στιγμή στη ζωή του σχολείου, συνοδευόταν απαραιτήτως από παραστάσεις με θεατρικές σκηνές, απαγγελίες, τραγούδια και χορούς. Οι εθνικές επέτειοι: 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου, τα Χριστούγεννα, οι γυμναστικές επιδείξεις και το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν οι συνηθέστερες αφορμές για τέτοιες γιορτές, δραστηριότητα που προωθούνταν έντονα από το εκάστοτε υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Για την παιδαγωγική σημασία του θεάτρου δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε αναλυτικά, άλλωστε η αξία της θεατρικής αγωγής δεν αμφισβητείται από κανέναν. Μην ξεχνάμε πως το θέατρο αποτέλεσε ιστορικά το μεγάλο σχολείο για τους πολίτες, καθώς ο ζωντανός, θεατρικά εκφερόμενος λόγος έχει τη μέγιστη δύναμη εισχώρησης στην ψυχή και στο μυαλό του θεατή. Δεν διδάσκει απλώς. Παράλληλα φρονηματίζει, διαμορφώνει συνείδηση και ψυχαγωγεί.
Ειδικά όμως για τα παιδιά όσο σημαντική είναι η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, άλλο τόσο κι ακόμα περισσότερο σημαντική είναι η προσωπική συμμετοχή τους ως δρώντα πρόσωπα επί σκηνής. Πέρα από τα προφανή οφέλη, όπως η καλλιέργεια της μνήμης, η ορθοφωνία, η επαφή με αναπτυγμένα γλωσσικά και εκφραστικά μέσα, το παιδί πολεμάει τη φυσική, άλλωστε, διστακτικότητα ή και δειλία, αναπτύσσει την αυτοπεποίθηση και οπλίζεται με θάρρος και άνεση κίνησης ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Μαθαίνει να συνεργάζεται μέσα στην ομάδα προς την επίτευξη ενός κοινού στόχου και να προσφέρει τις δυνάμεις του στο συλλογικό αποτέλεσμα. Πολλά έχουν, λοιπόν, να ωφεληθούν τα παιδιά και από τη δημιουργική διαδικασία του στησίματος της παράστασης. Όπως γράφει και η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου στον πρόλογο του βιβλίου της «Παιδική Θεατρική σκηνή», «από τη στιγμή που θα αρχίσει η διανομή των ρόλων, ως την ώρα που θ’ ακούσει τα χειροκροτήματα, ο μικρός ηθοποιός ζει ένα χαρούμενο όνειρο». Κι αυτό το όνειρο δικαιούται να το ζήσει.
Ήδη από τον μεσοπόλεμο πολλοί Έλληνες συγγραφείς, για παράδειγμα ο Βασίλης Ρώτας και ο Στέλιος Σπεράντζας, ασχολούνται επισταμένα με το θέατρο για παιδιά. Ιδιαίτερα μάλιστα πολλές γυναίκες όχι μόνο γράφουν, αλλά και ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις για παιδιά, με προεξάρχουσες την Ευφροσύνη Λόντου-Δημητρακοπούλου και την Αντιγόνη Μεταξά, την πολυαγαπημένη των παιδιών ραδιοφωνική θεία Λένα στο μέσο του 20ού αιώνα.
Ένας σημαντικός αριθμός από τους συγγραφείς αυτούς ήταν δάσκαλοι. Το γεγονός ότι οι δάσκαλοι επιδεικνύουν μια προτίμηση στη συγγραφή θεατρικών έργων μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παιδαγωγική αξία τους, ως προς τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών, ήταν για εκείνους απόλυτα διαπιστωμένη και αδιαμφισβήτητη. Έγραψαν και εξέδωσαν, λοιπόν, έναν μεγάλο αριθμό από μικρά μονόπρακτα, συνήθως ηθογραφικά ή ιστορικά, κωμικές ή δραματικές σκηνές και χαριτωμένες ιστοριούλες από την καθημερινή ζωή, κατάλληλες να παιχτούν στις σχολικές γιορτές. Οι εκδόσεις αυτές είναι μικρού σχήματος, με μικρό αριθμό σελίδων, τυπωμένες τις περισσότερες φορές χωρίς ανάμειξη εκδοτικού οίκου, παρά «δαπάναις του συγγραφέα». Θα αναφέρουμε εδώ τον Κώστα Μάκιστο-Παπαχαραλάμπους (1895-1984), ο οποίος στα χρόνια που υπηρετούσε ως δάσκαλος στη γενέτειρά του, Αγία Παρασκευή Λέσβου, έγραψε πολλά μικρά μονόπρακτα για τις γιορτές του σχολείου του. Κάποια από αυτά εκδόθηκαν προπολεμικά στη Μυτιλήνη, ενώ τα περισσότερα είδαν το φως μεταπολεμικά στην Αθήνα, κυρίως από τις εκδόσεις Πούντζα. Πολλοί, λοιπόν, δάσκαλοι συνεχίζουν να συγγράφουν έργα για παιδιά, προπάντων μέχρι τα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, και τα παιδιά αντλούν χαρά και γνώση από τις σχολικές παραστάσεις όταν τους δίνεται η ευκαιρία.
Λίγο ίσως πιο δύσκολο είδος είναι η ποίηση και το τραγούδι για παιδιά, ωστόσο αποτελούν στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ των σχολικών γιορτών.
Πρέπει να σημειώσουμε πως ο τρόπος που προσεγγίζουν τα παιδιά την ποίηση διαφέρει θεμελιακά από τον τρόπο του ενήλικα. Ο ενήλικας συνήθως διαβάζει ποίηση, ενώ το παιδί πρωτίστως ακούει ποίηση ή απαγγέλλει μεγαλόφωνα. Την ποίηση τη συναντά ως επί το πλείστον στα αναγνωστικά και στα φιλολογικά μαθήματα στο σχολείο, ως απαγγελίες στις σχολικές γιορτές, ως τραγούδι στο μάθημα της ωδικής και σπανιότερα μέσα από ένα βιβλίο ποίησης ή μια ανθολογία. Από μια άποψη είναι πιο τυχερά απ’ τους ενήλικες, αφού η ζωντανή ακρόαση μεταδίδει ευκολότερα τον ρυθμό και την αρμονία του ποιήματος, ακόμα και σε βαθμό σωματοποίησης, για παράδειγμα αυθόρμητες χειρονομίες κατά την απαγγελία. Η σωματική έκφανση αφενός μεν φέρνει την ποίηση πιο κοντά στο θέατρο (άλλωστε το θέατρο αρχικά εκφραζόταν ποιητικά), αφετέρου είναι συνδεδεμένη με την εσωτερική απελευθέρωση και οδηγεί το παιδί να εκδηλώσει εσώτερες επιθυμίες.
Εξαιρετικά σημαντική είναι και η μουσική την οποία τα παιδιά προσεγγίζουν μέσω της ωδικής που επαναφέρει στο επίκεντρο την ομαδική προσπάθεια και… απόλαυση και διευκολύνει τη διείσδυση του ποιητικού λόγου στις παιδικές ψυχές. Η σχολική χορωδία αναλαμβάνει δράση, συνοδεία μουσικής εκτελεσμένης από τον ίδιο τον δάσκαλο, αφού στις παιδαγωγικές ακαδημίες η στοιχειώδης εκμάθηση μουσικού οργάνου ήταν βασικό μάθημα. Θέατρο, ποίηση – απαγγελία, μουσική – τραγούδι είναι τα κυριότερα πεδία που βρίσκουν τον χώρο τους στις σχολικές γιορτές. Ο ρόλος τους στην ηθική και την αισθητική καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας, στην βιωματική προσέγγιση των παραδόσεων και της Ιστορίας είναι αναντικατάστατος.
Για να συνειδητοποιήσουμε βαθύτερα τη σημασία των σχολικών γιορτών, θα πρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς την τηλεόραση, χωρίς καν τον κινηματογράφο. Έναν κόσμο όπου οι διάφορες εξωσχολικές λεγόμενες «δραστηριότητες, μπαλέτο, θεατρικό παιχνίδι, μαθήματα ζωγραφικής κλπ., δεν υπήρχαν. Ποια δυνατότητα ψυχαγωγίας ή έστω διασκέδασης θα είχαν οι μικροί μαθητές (εν πολλοίς και οι γονείς τους) σε απομακρυσμένα χωριά της περιφέρειας, αλλά και σε κωμοπόλεις και πολιτειούλες χωρίς την ύπαρξη των σχολικών γιορτών; Όλες, λοιπόν, οι δημιουργικές ανάγκες των παιδιών καλύπτονταν στο σχολείο και μάλιστα στο πλαίσιο του ωρολογίου προγράμματος από τον ένα και μοναδικό δάσκαλο της τάξης. Η λαχτάρα των παιδιών να παραστήσουν και των γονιών να καμαρώσουν έβρισκε διέξοδο στις σχολικές γιορτές.
Χιλιάδες σχολικές μονάδες (δημοτικά και γυμνάσια) και δεκάδες χιλιάδες σχολικές τάξεις χρειάζονταν ένα υλικό για να καλύπτουν τις ανάγκες τους στην αισθητική εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση, η οποία έβρισκε τη μορφοποίησή της στις άφθονες σχολικές γιορτές. Οι δάσκαλοι συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον ποιος θα βρει το πιο ωραίο υλικό, ποια τάξη θα αφήσει την καλύτερη εντύπωση στις σχολικές παραστάσεις. Και στα παιδιά φυσικά αναπτύσσονταν η άμιλλα: ποιος θα απαγγείλει καλύτερα, ποιανού η φωνή θα επαινεθεί στο τραγούδι, ποιος θα αποδώσει ζωντανότερα τον ρόλο του.
Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η παράδοση των σχολικών γιορτών είναι ακμαία, αυτονόητη και καθολική. Γράφονται δεκάδες βιβλία, κυρίως από δασκάλους που έχουν τις ικανότητες και τη φιλοδοξία να συνεισφέρουν, και εμπλουτίζουν συνεχώς τον χώρο με καινούργιους «διαλόγους» και ποιήματα και πάντα υπάρχουν μουσικοί που θα τονίσουν κάποια απ’ αυτά για να τραγουδηθούν στις γιορτές. Δυστυχώς, η παράδοση των σχολικών γιορτών μετά τα 1980 άρχισε βαθμιαία αλλά με ταχύ ρυθμό να φθίνει, και έχει πια συρρικνωθεί σε μια γιορτή στο τέλος της χρονιάς. Πλέον επαφίεται περισσότερο στο μεράκι όσων δασκάλων επιμένουν να τιμούν (ακαθοδήγητοι) το λειτούργημά τους. Κάπως σαν το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, η τήρηση του οποίου «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Ευτυχώς!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Πρόσφατες γυμναστικές επιδείξεις τρίτης δημοτικού. Χορευτικό συνοδεία του κατά τα άλλα πολύ κεφάτου τραγουδιού του αξέχαστου Μίμη Πλέσσα «Είμαι γυναίκα του γλεντιού»:
«Δεν με νοιάζει, δεν ρωτάω η ζωή τι θα μου φέρει, στο ‘να χέρι το τσιγάρο, στ’ άλλο χέρι το μπεγλέρι».
*Αρχιτέκτων – συγγραφέας
Και πού να δεις παράσταση Ρωμαίου & Ιουλιέτας σε gay version από παιδιά ε και στ τάξης σε ..”γιορτή” λήξης σχολικού έτους.