Του Δημήτριου Νικ. Δασκαλάκη*
Πριν από 23 χρόνια ο λεπτοδείκτης του ρολογιού του χρόνου παρέμεινε πεισματικά ακινητοποιημένος, δείχνοντας επίμονα την ημερομηνία της 29ης Ιανουαρίου 2002, μοιάζοντας να έχει παραιτηθεί από την αέναη πορεία του στο ανηφορικό μονοπάτι του ιστορικού γίγνεσθαι. Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε να κεντρίσει το νυσταλέο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με μια βαρύνουσας σημασίας πολιτική δήλωση του ενοίκου του Λευκού Οίκου, που έμελλε να έχει καταστρεπτικές συνέπειες, επηρεάζοντας καθοριστικά τον γεωπολιτικά ευαίσθητο χώρο της Μέσης Ανατολής.
Στις 29 Ιανουαρίου 2002 (δηλαδή λίγους μήνες έπειτα από το παγκόσμιο σοκ των «τρομοκρατικών επιθέσεων» που προκάλεσαν την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη) ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος εκφωνεί την καθιερωμένη ετήσια προεδρική του ομιλία για την κατάσταση του έθνους -στην οποία εμφανίζεται ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης του Ελεύθερου, Δημοκρατικού Κόσμου-, στοχοποιώντας ανοικτά για πρώτη φορά στο όνομα της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας όχι μεμονωμένες τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά κυρίαρχα κράτη υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, εμπνεόμενος από τη ναζιστική ρητορική, αναφέρθηκε όχι στις δυνάμεις του Άξονα, αλλά στον «Άξονα του Κακού», εντάσσοντας τα κράτη του Ιράκ, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας στις «δυνάμεις του σκότους» που εποφθαλμιούν την πρόοδο, την ευημερία και τις δημοκρατικές κατακτήσεις της φιλελεύθερης δυτικής κοινωνίας.
Μετά την ευόδωση της στρατιωτικής επιχείρησης «Ιρακινή Ελευθερία» (2003) που οδήγησε στη γρήγορη και βίαιη ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, το Ιράκ κατέστη αμερικανικό προτεκτοράτο, ενώ σήμερα, έπειτα από δύο δεκαετίες εσωτερικής αποσταθεροποίησης, ένοπλων συγκρούσεων, κοινωνικών αναταραχών και σεχταριστικής βίας, φαίνεται να βρίσκεται σε «φάση δυτικής αναμόρφωσης», απολαμβάνοντας τους «καρπούς» του «αμερικανοποιημένου» μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης, αλλά παραμένοντας κράτος μειωμένης κυριαρχίας.
Την ίδια στιγμή πλησιάζει η «ώρα της κρίσεως» και για το ιρανικό καθεστώς, που καλείται να γνωρίσει την αμερικανική πειθώ της στρατιωτικής υπεροχής, προκειμένου μέσω της καθεστωτικής ανατροπής και του συνεπαγόμενου άδικου θανάτου χιλιάδων αθώων πολιτών να εγκατασταθεί στην Τεχεράνη μια κυβέρνηση «αχυρανθρώπων», υποταγμένη δουλικά στα αυτοκρατορικά κελεύσματα του Λευκού Οίκου και πρόθυμη να ικανοποιήσει τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη γεωπολιτικά εύφλεκτη περιοχή του Περσικού Κόλπου.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΕΤΑΙΡΟΣ
Κατά τραγική ειρωνεία της Ιστορίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το Ιράν (μία εκ των πιο πυκνοκατοικημένων χωρών της Μέσης Ανατολής) είχε επιλεγεί από τους γραφειοκράτες του βαθέος αμερικανικού κατεστημένου ως στρατηγικός περιφερειακός σύμμαχος των ΗΠΑ, προκειμένου να συμβάλει στην παγίωση της αμερικανικής επιρροής στα υπόλοιπα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου. Στο πλαίσιο της αμερικανο-ιρανικής συνεργασίας, το Ιράν είχε προβεί σε διπλωματική αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, φθάνοντας στο σημείο να είναι ο βασικότερος προμηθευτής πετρελαίου του εβραϊκού κράτους, προκαλώντας την μήνιν και την αντιπάθεια των αραβικών κρατών. Εις αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ ενίσχυαν οικονομικά την αυταρχική διακυβέρνηση του Σάχη, ο οποίος επεδίωκε με πολιτικά κατασταλτικά μέτρα τον βίαιο εκδυτικισμό της χώρας, προκαλώντας κύματα λαϊκής δυσαρέσκειας ανάμεσα στις τάξεις του Σιιτικού Ισλάμ και των πολιτικά φιλελεύθερων δυνάμεων.
Αποτέλεσμα της κοινωνικής οργής, που υποκινήθηκε από φανατικούς ισλαμικούς κύκλους, ήταν η ανατροπή του Σάχη Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί -ο οποίος στις 16 Ιανουαρίου 1979 εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα του υπό το βάρος της επικράτησης της Ιρανικής Επανάστασης- και η εγκαθίδρυση ενός βαθιά συντηρητικού θεοκρατικού καθεστώτος υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ο τελευταίος ανακηρύσσεται σε ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη του Ιράν, έχοντας καθοριστική επιρροή και συμμετοχή στη λήψη κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων, καταπνίγοντας κάθε εσωτερική αντιπολιτευτική φωνή και έκφραση ελευθερίας του ιρανικού λαού. Την ίδια στιγμή η νέα ισλαμική ηγεσία δεν διστάζει να προχωρήσει στη διακοπή των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων με το Ισραήλ, καταγγέλλοντας συνολικά την πολιτική της Δύσης στη Μέση Ανατολή.
ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η εντελώς παράνομη αμερικανο-βρετανική επέμβαση στο γειτονικό Ιράκ το 2003 προκάλεσε σε πρώτο χρόνο την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητος, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ επικρίθηκε έντονα για την αυθαίρετη και μονομερή απόφασή της να εισβάλει στην επικράτεια ξένης χώρας, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας που απαιτεί την έκδοση ψηφίσματος από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ πριν από την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον άλλου κράτους. Σε δεύτερο χρόνο, άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα αγωνίας και αβεβαιότητας στην ιρανική ηγεσία, η οποία θεώρησε -όχι αβάσιμα- την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν ως προειδοποιητική βολή για την ίδια, με αποτέλεσμα να πιστεύει δικαιολογημένα ότι αποτελεί τον επόμενο στόχο της αμερικανικής πολεμικής μηχανής.
Στο πλαίσιο των ήδη τεταμένων αμερικανο-ιρανικών σχέσεων, η στρατιωτική ηγεσία του Ιράν συνειδητοποιεί ότι οφείλει να αποκτήσει ικανή αποτρεπτική ισχύ έναντι της απρόκλητης αμερικανικής επιθετικότητας, και επομένως αρχίζει να εξοπλίζεται, εγκαινιάζοντας το πυρηνικό του πρόγραμμα, ως προς το οποίο διατυπώνονται σοβαρές υπόνοιες ότι υπηρετεί αθέμιτους στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ την ίδια στιγμή η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία επιδίδεται σε ένα κρεσέντο αντιαμερικανικής ρητορικής, εξαπολύοντας φραστικές επιθέσεις κατά των ΗΠΑ και κατά του στενότερου συμμάχου τους στην περιοχή, δηλαδή κατά του Ισραήλ.
Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, υπό το πρόσχημα της εξάλειψης των όπλων μαζικής καταστροφής του σανταμικού καθεστώτος, παίρνοντας τη σκυτάλη της παγκόσμιας χειραγώγησης από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στοιχειοθετεί τη δεύτερη μεγαλύτερη προσπάθεια συνειδητής και εσκεμμένης εξαπάτησης της ανθρωπότητας, αφού, όπως παραδέχεται ένας εκ των βασικών πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, ο ίδιος δηλαδή ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος, «όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ δεν βρέθηκαν ποτέ». Στη βιογραφία του με τίτλο «Decision Points», ο Τζορτζ Μπους υπερασπίζεται την απόφασή του για εισβολή στο Ιράκ, δηλώνοντας παράλληλα τα ακόλουθα: «Κανένας δεν υπέστη μεγαλύτερο σοκ και δεν θύμωσε περισσότερο από μένα όταν δεν βρήκαμε τα όπλα», συμπληρώνοντας: «Με αρρώσταινε αυτή η σκέψη. Ακόμα με αρρωσταίνει».
Η χρήση της κωδικής ονομασίας «Ιρακινή Ελευθερία» για την εισβολή των αμερικανο-βρετανικών στρατευμάτων στο Ιράκ δημιουργεί εύλογους και δικαιολογημένους συνειρμούς με την άλλη κωδική ονομασία «Ελευθερία», με την οποία συνδέθηκε η εμβολιαστική εκστρατεία της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πρόσφατης κρίσης της δημόσιας υγείας.
Με τη χρήση του εύηχου κωδικού «Ιρακινή Ελευθερία» κατέστη εφικτή η παραπλάνηση της διεθνούς κοινότητας ότι ο πόλεμος διεξάγεται δήθεν για έναν ανώτερο σκοπό, δηλαδή για την προστασία της ανθρωπότητας από τα όπλα μαζικής καταστροφής του ιρακινού καθεστώτος, ενώ κατά την εμβολιαστική διαδικασία με την αξιοποίηση του κωδικού «Ελευθερία» επιτεύχθηκε η μαζική χειραγώγηση των πολιτών, ότι δηλαδή ο εμβολιασμός είναι η απάντηση της επιστήμης στην επιδρομή ενός «φονικού» ιού που θα επαναφέρει την «κανονικότητα», με αποτέλεσμα να σπεύσουν έκοντες άκοντες στα εμβολιαστικά κέντρα και να εμβολιαστούν με πειραματικά, επικίνδυνα και άχρηστα φαρμακευτικά σκευάσματα, στο όνομα της δήθεν προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η «Ιρακινή Ελευθερία» προκάλεσε εκατόμβη νεκρών και γενικευμένη αποσταθεροποίηση του συστήματος ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, ενώ η κωδική ονομασία «Ελευθερία» που χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση του εμβολιαστικού προγράμματος έχει προκαλέσει (και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα) χιλιάδες ξαφνικούς θανάτους και εκατομμύρια περιστατικά σοβαρών παρενεργειών σε ολόκληρο τον κόσμο, αποσταθεροποιώντας το ατομικό σύστημα υγείας των εμβολιασμένων πολιτών.
Η εμβολιαστική εκστρατεία που διεξήχθη με το πρόσχημα της ασφαλούς θωράκισης της δημόσιας υγείας συνιστά την τρίτη μεγαλύτερη προσπάθεια σκόπιμης εξαπάτησης της ανθρωπότητας, αφού κατόρθωσε να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο με όρους ψυχολογικής τρομοκρατίας, διαρκούς τηλεοπτικής χειραγώγησης, ιατρικής παραπληροφόρησης και εργασιακού εκφοβισμού.
Θλιβερό αποτέλεσμα της διεθνούς παραφροσύνης ήταν να παρασυρθεί η παγκόσμια κοινότητα σε έναν παράνομο πόλεμο, που προκάλεσε τρομακτικές απώλειες στον άμαχο ιρακινό πληθυσμό, ενώ είχε μακροχρόνιες γεωπολιτικές συνέπειες, τις οποίες καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα, καθώς το Ιράν αποφάσισε να επανεξοπλιστεί στον υπερθετικό βαθμό, διεκδικώντας μερίδιο συμμετοχής στη λίστα των πυρηνικών κρατών. Το Ιράν από πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ μετασχηματίστηκε σε σοβαρό και επικίνδυνο περιφερειακό αντίπαλό τους, ενώ το Ισραήλ αντιμετωπίζει πλέον ανοικτά το ιρανικό καθεστώς ως υπαρξιακή απειλή και πυκνώνουν οι φωνές που απαιτούν τον μαζικό βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων, προκειμένου να ματαιωθεί οριστικά η ικανότητα της ιρανικής ηγεσίας να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο.
*Δικηγόρος Αθηνών