Του Αναστάσιου Κούζη-Κούζαρου*
Όποιος ατενίζει σήμερα το θολωμένο συχνά από την αφρικανική σκόνη αστικό τοπίο του λεκανοπεδίου της Αττικής αδυνατεί να φανταστεί ότι στο γόνιμο έδαφός του άνθησε και μεγαλούργησε για αιώνες μια από τις σημαντικότερες πόλεις παγκοσμίως, η κοιτίδα του κλασικού πολιτισμού, το «πρυτανείον της σοφίας», το «κοινόν παιδευτήριον πάσιν ανθρώποις», της «Ελλάδος (το) έρεισμα»… το «δαιμόνιον πτολίεθρον», η Αθήνα μας!
«Αθήνα, κόρη του γιαλού, η Γη σε καμαρώνει κι ο ήλιος το χρυσάφι του στα πόδια σου απλώνει» ακούγαμε συχνά από τα ραδιοφωνάκια τραντζίστορ και γεμίζαμε υπερηφάνεια, γιατί είχαμε το προνόμιο να γεννηθούμε και να ζούμε στο λεκανοπέδιο της Αττικής, στα προάστια της πόλεως των Αθηνών! Η Αθήνα διατηρούσε ακόμη στη δεκαετία του 1960 και παρά τους αιώνες που διαβήκαν την αίσθηση της δομής της πόλης – κράτους: το άστυ, δηλαδή, την κατοικημένη περιοχή, και τη χώρα, δηλαδή τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αυτές, κατάφυτες και πανέμορφες, φιλοξενούσαν πανάρχαια χωριά, σαν τις Αχαρνές και τη Φυλή, και τάιζαν κυριολεκτικά «και του πουλιού το γάλα» τους σκληρά εργαζομένους και τις σκληρά εργαζόμενες «από πρωίας έως βουλητού», που ως ανδρόγυνα με την αυτοπεποίθηση που τους χάριζε η δύναμη της καθημερινής εργασίας και την αισιοδοξία για το μέλλον μαζί με τους σπόρους της ευκαρπίας έσπερναν και πολλά πολλά παιδιά.
Αυτή ήταν η δύναμη της Αθήνας, όπως και των άλλων περιοχών της πατρίδας μας απ’ άκρη σ’ άκρη! Μπορούσε να θρέψει η ίδια τα παιδιά της με τους καρπούς της γης της, που μέστωναν με τον δικό της μόχθο, χύνοντας τον ιδρώτα και το αίμα της! Εξάλλου αυτό υπήρξε το προαιώνιο πρόσταγμα της προστάτιδας θεάς Αθηνάς: η Παλλάδα Αθηνά, αν και η πολεμικότερη και ισχυρότερη του Δωδεκαθέου, αφού γεννήθηκε από την κεφαλή του πανίσχυρου Διός, δεν ανακηρύχθηκε πολιούχος, χαρίζοντας στους Αθηναίους ένα άριστο πολεμικό μέσο, ένα άλογο, όπως ο ανταγωνιστής της Ποσειδώνας, αλλά το σύμβολο της ειρήνης, την ελαία, που από τότε βλάστησε στη δυτική πλευρά του Ερεχθείου, κοσμώντας και πλουτίζοντας ολόκληρη την Αττική. Γι’ αυτήν γράφει ο Παυσανίας στα «Αττικά» του: «Η ελιά κάηκε τότε που ο Μήδος πυρπόλησε την πόλη των Αθηναίων, αλλά και καμένη όπως ήταν ξαναβλάστησε την ίδια μέρα σχεδόν δυο πήχες» (27).
Η ελαία, λοιπόν, για την «λεπτόγεω» Αττική, που δεν μπορούσε να αποδώσει πλούσιες σοδειές σταριού, αποτέλεσε όχι μόνο άριστο διατροφικό αγαθό και πολύτιμο φάρμακο, αλλά και περιζήτητο συναλλακτικό μέσο και εμπορικό προϊόν, χάρη στην «οικονομία της φύσης». Τι χρειάζεται η ελαία για να ευδοκιμήσει; Τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι δηλώνει το όνομά της, Ήλιο (Ελ-) και Γαία (-αία)! Αυτή ακριβώς αποτέλεσε και το θεμέλιο της αθηναϊκής δυνάμεως, της «αυτάρκειας»! Χωρίς την εξασφάλιση της «αυτάρκειας», δηλαδή της ικανότητας ενός κράτους να θρέφει εξ ιδίων τον πληθυσμό του και να εξασφαλίζει όλα τα αναγκαία για την επιβίωση σε δίσεκτους καιρούς και την αξιοπρεπή διαβίωση εν καιρώ ειρήνης, είναι αδύνατον να διατηρηθεί η «ελευθερία», αλλά και η «αυτονομία». Ας δούμε τι επιβεβαιώνει η Ιστορία επί Σόλωνος: «Στο μεταξύ η Αθήνα είχε ανάγκη από σιτάρι κι επειδή δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί σε βιοτεχνικό κράτος και ο μόνος τρόπος πληρωμής για την εισαγωγή σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα ήταν η εξαγωγή γεωργικών προϊόντων, ο Σόλων έστρεψε το ενδιαφέρον του στην καλλιέργεια της ελιάς. Απαγορεύτηκε η εξαγωγή σιτηρών και άλλων γεωργικών προϊόντων που τα χρειαζόταν η Αθήνα για τις δικές της ανάγκες και που οπωσδήποτε δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν στις ξένες αγορές. Το θαυμάσιο όμως λάδι της Αττικής, συσκευασμένο σε ωραία αγγεία θα μπορούσε…»1.

Την «αυτάρκεια» ενίσχυσε ακολούθως ο Πεισίστρατος, μακρινός συγγενής του Σόλωνα, «ένα θαυμάσιο πρότυπο πολιτικού δεσπότη». Ο Πεισίστρατος, εκτός όλων των άλλων, έλαβε μέτρα υπέρ των λαϊκών τάξεων, κυρίως των γεωργών και των ακτημόνων των ορεινών περιοχών. Οι Διάκριοι ή Υπεράκριοι ή Επάκριοι μοιράζονταν τα κτήματα φιλόδοξων ή φιλελευθέρων ευγενών, που δεν υποτάσσονταν και αυτοεξορίζονταν. Έτσι και η φτώχεια αντιμετωπιζόταν, η παραγωγή μεγάλωνε και ο λαός δεν μετατρεπόταν σε «αστικό όχλο», προκαλώντας πολιτική αστάθεια και ταραχές. Αντιθέτως, ο Πεισίστρατος «υποχρέωσε όλους τους ακτήμονες πολίτες να διασκορπιστούν στην ύπαιθρο της Αττικής και να φυτέψουν ελαιόδενδρα, όσα περισσότερα μπορούσαν. Με αυτόν τον τρόπον η «προτέρα ψιλή και άδενδρος» Αττική γέμισε με ελαιόδενδρα2. Από όλο αυτόν τον φυσικό πλούτο και την αειφόρο ανάπτυξη, που παρήγαγε ως κινητήρια δύναμη δημιουργίας ενός αξεπέραστου κλασικού, δηλαδή «πρώτου τη τάξει» πολιτισμού, διασώθηκε λες από θαύμα ένα υπεραιωνόβιο δένδρο, μια «Olea Oleaster», στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, στα ανατολικά του ιερού Ναού των Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, ανάμεσα στις παλαιές σιδηροδρομικές γραμμές, που ένωναν την Αττική με την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Ο πανδαμάτωρ χρόνος τη σεβάστηκε! Πολλές γενιές γεύτηκαν τους καρπούς της, θερμάνθηκαν από τα ξύλα της, σκαρφάλωσαν και αποθανατίστηκαν από τον φωτογραφικό φακό στον κεντρικό κορμό της, πλήθος παιδάκια για χρόνια έπαιξαν γύρω της στην «Παιδική Χαρά» με τις σιδερένιες βαριές κούνιες, που την πλαισίωναν. Το 1996 με την υπ’ αριθμόν 2112 απόφαση του γενικού γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής η ελαία κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο της φύσης. Σήμερα, αειθαλής όσο ποτέ απλώνει γύρω από τον παλαιό κεντρικό κορμό τεράστια τα κλαδιά της σε όλο το πλάτος του «ιερού χώρου», που διαμορφώθηκε αισθητικά το 1998.
Η «ιερή ελαία του Πεισίστρατου», μαζί με την «ελαία του Πλάτωνα» στην Ιερά Οδό, στο ύψος του Βοτανικού, τα απομεινάρια του «Αττικού Ελαιώνα» από τον 6ο αιώνα προ Χριστού, πολύ πιο ηχηρά μηνύματα εκπέμπουν με το θρόισμά τους από τη δήθεν περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των νεοτέρων και τη τυπική γνώση της Ιστορίας του τόπου μας. Ηχούν ως «σειρήνες συναγερμού» προς όλους εμάς, που συνθλιβόμαστε στις συμπληγάδες της ακρίβειας των προϊόντων και της επισιτιστικής κρίσης, καλώντας μας να ξαναγυρίσουμε στην ήπια καλλιέργεια της δικής μας γης. Να παύσουμε να ασφυκτιούμε μέσα στο άναρχα πηγμένο στο τσιμέντο, το μέταλλο και το γυαλί ανθρωπογενές περιβάλλον και να πνιγόμαστε από τη δυσανάλογη με την έκτασή του πληθυσμιακή συμφόρηση. Μας καλούν να κάνουμε συστηματικά και οργανωμένα τη δική μας «έξοδο» προς τα πατρογονικά μας εδάφη, να ζωντανέψουμε σε πείσμα των καιρών τα ρημαγμένα χωριά μας, να εκμεταλλευτούμε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της υπαίθρου με τη βοήθεια της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας και των μέσων που μας διαθέτουν. Να ανασυστήσουμε τις κοινότητές μας ως νέα ζωντανά κύτταρα της εθνικής, κοινωνικής και πολιτιστικής μας ζωής. Προ πάντων δε ως την υγιή βάση αντιμετώπισης του επείγοντος δημογραφικού προβλήματος και των κινδύνων που εγκυμονεί η περαιτέρω επιδείνωσή του.
Αμείλικτα είναι τα ερωτήματα που τίθενται:
– Ποιο κράτος μικρό ή μεγάλο επέζησε ποτέ έχοντας ερημώσει και απολέσει την επαρχία, το ζωτικό του χώρο, και τις παραγωγικές δυνάμεις της;
– Ποιο κράτος εξακολούθησε να υπάρχει ως ελεύθερο και αυτόνομο χωρίς «αυτάρκεια» εγχώριων υλικών πόρων και αγαθών, ιδιαίτερα σε περιόδους παγκόσμιων κρίσεων, και χωρίς την πλήρη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του;
– Τέλος, πόσο σώφρον είναι να εξακολουθούμε να ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς συγκεντρωμένοι σε τεράστια αστικά κέντρα, «οάσεις» ανομίας και εγκληματικότητας, αλλά και πρώτης τάξεως πεδία βολής για τον κάθε επίβουλο επιδρομέα;
– Ποιος θα μας δώσει τις βέλτιστες απαντήσεις; Μα φυσικά η Ιστορία, που είναι «η δασκάλα της ζωής»!
ΠΗΓΕΣ:
1. BOTSFORD & ROBINSON «ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1979, ΣΕΛ. 100, 104.
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ «Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ», ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 2009, ΣΕΛ. 24, 25.
*Καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών – Φιλόλογος