Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κατορθώσει να ενώσει όλα τα κοινωνικά ρεύματα της παραγωγικής Αμερικής και να τους δώσει πολιτικό χαρακτήρα και φωνή
Του Παναγιώτη Λιάκου
«Λένε ότι είμαι απειλή για τη δημοκρατία. Την προηγούμενη εβδομάδα έφαγα σφαίρα για τη δημοκρατία». Ντόναλντ Τραμπ σε ομιλία του στο Μίσιγκαν, 21 Ιουλίου 2024
Η κοινωνική ομάδα που αποκαλείται «σιωπηλή μειοψηφία» συνδέεται με κοινές αντιλήψεις και στόχους, αλλά η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι συχνά υποχωρεί κάτω από την αδιάκοπη πίεση δυναμικών μειοψηφιών, οι οποίες αναπληρώνουν τη λογική και τη δικαιοσύνη -που λείπουν από την επιχειρηματολογία τους- με την ένταση της φωνής τους, τη μονότονη επανάληψη στερεοτυπικών εκφράσεων δαιμονοποίησης του αντιπάλου και -πάνω απ’ όλα- την άσκηση βίας.
Το μεγάλο στοίχημα για την εναρμόνιση του συλλογικού βίου με τα προτάγματα της σιωπηλής μειοψηφίας είναι η μετατροπή της σε πολιτικό σώμα. Ναι μεν είναι πολλοί οι φίλοι και οι οπαδοί της κανονικότητας, του μέτρου, οι θρησκευόμενοι και πατριώτες οικογενειάρχες, αλλά είναι δύσκολο να βρεθεί ηγεσία που θα σταθεί στο ύψος των παραδοσιακών αξιών και θα συνθέσει τις μονάδες, τις υποομάδες και τις τάσεις της πλειοψηφίας σ’ ένα ενιαίο πολιτικό σώμα, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από σαφές ιδεολογικό πλαίσιο και θα λειτουργεί διεκδικητικά, συντονισμένα και με διάρκεια στην κάθε προσπάθειά του.
Οι πολλοί υπάρχουν και είναι έτοιμοι να ακούσουν, να δράσουν, να συνδράμουν κάθε αγώνα για το αξιακό τους σύστημα, τον τρόπο ζωής τους και το βιοτικό τους επίπεδο. Ο ένας λείπει. Η δημιουργία της βάσης πολιτικού σώματος προϋποθέτει ώσμωση της μάζας με την ηγεσία. Η επιτυχής αλληλεπίδραση και τελικά η «συγκόλληση» αυτών των δύο παραγόντων της πολιτικής εξίσωσης δεν είναι εύκολο να προσεγγιστεί θεωρητικά, ενώ είναι ακόμα δυσκολότερο να επιτευχθεί σε πρακτικό επίπεδο.
Στις ΗΠΑ ήδη από το 2016 βλέπουμε να πραγματοποιείται ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, το οποίο έχει αφήσει έντονο το στίγμα του και στην κοινωνία της χώρας αλλά και σε πλανητικό επίπεδο: Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κατορθώσει να ενώσει όλα τα κοινωνικά ρεύματα της παραγωγικής Αμερικής και να τους δώσει πολιτικό χαρακτήρα και φωνή. Ηγείται μιας προσπάθειας που δεν έχει προηγούμενο τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η στάση του απέναντι στα πράγματα, οι πεποιθήσεις του για τον ρόλο των ΗΠΑ και όσον αφορά τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες και την τοποθέτηση της χώρας στην παγκόσμια σκακιέρα έχει συνοψιστεί στον όρο «τραμπισμός». Μόνο οι ισχυρές προσωπικότητες, που αναπτύσσουν βαθείς δεσμούς με τις μάζες, μπορούν να δώσουν το όνομά τους σε πολιτικά κινήματα.
Και απ’ όλους αυτούς το όνομά τους παραμένει ως ευσύνοπτος προσδιορισμός πολιτικών φορέων και κινημάτων, ακόμα και μετά το πέρασμά τους από την εξουσία. Η Ελλάδα υπάγεται μεν σε αυτόν τον κανόνα, αλλά με έναν στρεβλό τρόπο. Η παγιωμένη οικογενειοκρατία, που αποτελεί φορέα παρακμής και βασικό πρόβλημα της νεότερης Ιστορίας μας, αντιμετωπίζει τους πολιτικούς φορείς που ελέγχει ως ιδιοκτησία της – γι’ αυτό ορισμένα κόμματα φέρουν ατύπως το όνομα του «γενάρχη» της φατρίας.
Οι «-ισμοί», που ακολουθούν κάποια δήθεν βαριά επίθετα, δηλούν περισσότερο ιδεολογική υστέρηση και πολιτική καθυστέρηση, παρά ύπαρξη κραταιού κινήματος με παραταξιακά χαρακτηριστικά.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες από τις ΗΠΑ, στις οποίες έχουν προεδρεύσει σημαντικές προσωπικότητες, μόνο ο Ρόναλντ Ρίγκαν έχει «δώσει» το όνομά του σε δέσμες οικονομικής πολιτικής που άσκησε (τα λεγόμενα «Reaganomics») και ο Ντόναλντ Τραμπ τον «τραμπισμό», ο οποίος αφορά μια σειρά από συμπεριφορές, ιδέες και ταύτιση της σιωπηλής πλειοψηφίας.
Ενώ ο «τραμπισμός» από το 2016 είχε ήδη αρχίσει τη διαδρομή του στο προσκήνιο αλλά και στους αχαρτογράφητους δαιδάλους των κοινωνικών ζυμώσεων, τώρα παγιώθηκε και έλαβε ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το σημείο καμπής του «τραμπισμού» για το ποιοτικό άλμα «είναι η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ. Το αίμα, ο κίνδυνος του θανάτου του αρχηγού και η κλιμάκωση της επίθεσης που γίνεται από το μετανεοτερικό, αντιπατριωτικό και αντιπαραδοσιακό κατεστημένο εναντίον του ολοκλήρωσαν τη διαδικασία της ψυχολογικής ταύτισης της λαϊκής πλειοψηφίας του ρεπουμπλικανικού κόμματος με τον Τραμπ.
Αν και είναι δισεκατομμυριούχος, ο άνεργος βιομηχανικός εργάτης πρώην ακμάζοντων πολιτειών νιώθει ψυχική εγγύτητα μαζί του. Αν και βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, ως πρωταγωνιστής εξελίξεων, αντιμετωπίζεται ως συγγενικό στοιχείο από τις κοινωνικές ομάδες, που νιώθουν παραγκωνισμένες και προγραμμένες από την παγκοσμιοποίηση, τις οποίες η Χίλαρι Κλίντον είχε αποκαλέσει περιφρονητικά «αξιοθρήνητους» (στα αγγλικά: deplorables).
Συνεχίζεται…